- υδραιμία
- ημορφή αναιμίας όπου η ποσότητα ορού του αίματος είναι μεγαλύτερη από την ποσότητα των ερυθρών αιμοσφαιρίων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υδραιμία — η, Ν (ιατρ. κτην.) η αύξηση τού ποσοστού τού νερού που περιέχεται στο πλάσμα τού αίματος, με αποτέλεσμα την αύξηση τού όγκου του και την αιμοαραίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydraemia (< υδρ[ο] * + αίμα). Η λ. μαρτυρείται από το… … Dictionary of Greek
υδραιμικός — ή, ό, Ν [υδραιμία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδραιμία 2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από υδραιμία … Dictionary of Greek
υδραιμικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην υδραιμία (βλ. λ.): Υδραιμική έρευνα. 2. το αρσ. ως ουσ., υδραιμικός αυτός που πάσχει από υδραιμία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)